Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

«Το σπίτι μου είναι στο φαράγγι της Σαμαριάς»

«Μαζευόμασταν όλες οι οικογένειες σε διάφορα σημεία το καλοκαίρι ή σε σπίτια τον χειμώνα και κουβεντιάζαμε, λέγαμε ιστορίες, παραμύθια, παίζαμε παιχνίδια. Η ζωή ήταν καλύτερη τότε». Γεννημένες στην καρδιά του φαραγγιού, μεγάλωσαν και έζησαν στη Σαμαριά τα καλύτερά τους χρόνια.
Οι αδελφές Κωνσταντίνα και Αριστέα Κατσανεβ
άκη έζησαν στον «μεγάλο φάραγγα» μέχρις ότου τελικά απαλλοτριώθηκε για να γίνει Εθνικός Δρυμός στα 1965. Παρ΄ ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια, οι μνήμες παραμένουν ζωντανές.

«Έζησα μέσα στο φαράγγι, στο χωριό Σαμαριά, μέχρι το 1950. Μετά έφυγα νύφη, δεν πήγα μακριά... δίπλα ακριβώς στην κατάληξη του φαραγγιού την Αγιά Ρουμέλη», λέει η κ. Κωνσταντίνα, ενώ η κ. Αριστέα έμεινε στο χωριό μέχρι το 1965. «Η καθημερινή μας δουλειά ήταν να υφαίνουμε στον αργαλειό και να κάνουμε δουλειές του σπιτιού.
Μαγείρεμα, μεταφορά νερού, αλλά και αγροτικές εργασίες», θυμάται η κ. Αριστέα. Η ζωή σκληρή, η δουλειά πολλή για όλους τους κατοίκους του χωριού. Ωστόσο δεν έλειπαν και οι καλές στιγμές. «Όπως πάτε εσείς σήμερα στα σινεμά και στα μπαρ, έτσι και εμείς αποσπερίζαμε ώς αργά. Μαζευόμασταν όλες οι οικογένειες σε διάφορα σημεία το καλοκαίρι ή σε σπίτια τον χειμώνα και κουβεντιάζαμε, λέγαμε ιστορίες, παραμύθια, παίζαμε παιχνίδια. Η ζωή ήταν καλύτερη τότε. Το λέω με σιγουριά.
Εκείνη την εποχή υπήρχαν άνθρωποι, με όλη τη σημασία της λέξης. Τώρα ούτε αδελφός ούτε συγγενής, μετράει μόνο το χρήμα. Αυτό τα ορίζει, τότε μπορεί να ήμασταν φτωχοί αλλά υπήρχε υποστήριξη μεταξύ μας. Ήμασταν αγαπημένοι σαν αδέλφια», αφηγείται η κ. Κωνσταντίνα.

«Γέννησα με πρακτικιά μαμή»
Όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα ευχάριστα μέσα στο φαράγγι. Η έλλειψη βασικών ειδών έκανε την καθημερινότητα πολύ δύσκολη. Ρεύμα δεν υπήρχε, ούτε τηλέφωνο φυσικά. «Αν μια γυναίκα έμενε έγκυος, γεννούσε όπως μπορούσε. Εγώ, δόξα τω Θεώ, έκανα τέσσερα παιδιά στην Αγιά Ρουμέλη με πρακτικιά μαμμή», λέει η κ. Κωνσταντίνα.
Ένα άλλο ζήτημα για τους κατοίκους του χωριού ήταν η συγκέντρωση τροφίμων για τον χειμώνα, αφού η Σαμαριά αποκλειόταν για πολλές ημέρες και από την πλευρά της θάλασσας και από τη μεριά του βουνού.
«Μέχρι τον Οκτώβρη συγκεντρώναμε αλεύρια και τροφές. Γιατί μετά αποκλειόμασταν από τον Ομαλό από τα χιόνια και προς την Αγιά Ρουμέλη οι “Πόρτες” (το πιο στενό σημείο του φαραγγιού) έκλειναν από το νερό και τις πέτρες που κατέβαζε το ποτάμι. Λάδι είχαμε δικό μας και κρασί από τα αμπέλια», λέει η κ. Κωνσταντίνα.
Το 24ωρο για τους κατοίκους της Σαμαριάς ήταν κάτι παραπάνω από γεμάτο.
«Το πρωί το ξύπνημα ήταν από πολύ νωρίς, πριν καλά καλά ξημερώσει, για να κόψουμε φύλλα για τα ζωντανά, να αρμέξουμε τις κατσίκες, να βάλουμε το φαγητό στον φούρνο. Οι άντρες εκείνη την ώρα ήταν στα βουνά, στα πρόβατα, έκοβαν ξύλα. Το μεσημέρι ξεκουραζόμασταν λίγο, το βράδυ πάλι δουλειές, λέει η κ. Κωνσταντίνα.

«Μα να πληρώσω εισιτήριο για να πάω σπίτι μου;»

ΟΤΑΝ ανακοινώθηκε πως θα γίνονταν αναγκαστική απαλλοτρίωση και οι κάτοικοι του χωριού θα έπαιρναν μια αποζημίωση και θα έπρεπε να φύγουν, οι περισσότεροι χάρηκαν. «Πιστεύαμε ότι θα ήταν καλύτερο για μας. Θα πηγαίναμε στην πολιτεία, θα είχαμε κάποιες ανέσεις που δεν μπορούσαμε να έχουμε μέσα στο φαράγγι», αφηγείται η κ. Αριστέα.
Με τις αποζημιώσεις οι περίπου επτά οικογένειες που ζούσαν στη Σαμαριά, περίπου 30-35 άνθρωποι, αγόρασαν σπίτια και οικόπεδα σε διάφορα σημεία των Χανίων. Όμως οι μνήμες από τη Σαμαριά παραμένουν ζωντανές. «Ξαναπήγα βέβαια στο χωριό πριν από 20 χρόνια τελευταία φορά», μας λέει η κ. Αριστέα. «Όμως στενοχωρήθηκα όταν μου ζήτησαν να πληρώσω εισιτήριο. Μα να πληρώσω εισιτήριο για να πάω σπίτι μου;».

«Θα ΄θελα να το ξαναδώ...»

«ΑΠΟ ΤΟ 1965 που φύγαμε δεν έχω ξαναπάει στη Σαμαριά. Τώρα όμως που πλησιάζει να κλείσει ο κύκλος της ζωής μου, θα ΄θελα να ξαναβρεθώ στα μέρη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Να δω πάλι τα πευκοδάση, τα σπίτια του χωριού, το ποτάμι», λέει ο 81χρονος Γιάννης Καλογεράκης.
«Τη δεκαετία του ΄30 ήμασταν 5-6 παιδιά. Σχολείο πηγαίναμε στην Αγία Ρουμέλη. Τον χειμώνα δεν μπορούσες να κατέβεις το φαράγγι γιατί το νερό ήταν ενάμισι μέτρο. Όταν χρειαζόταν να πάμε στο χωριό, βγάζαμε τα ρούχα και με ένα ξύλο στα χέρια μετρούσαμε το βάθος και περνούσαμε. Από τα επτά μας στρωνόμασταν στη δουλειά για να βγει το καθημερινό ψωμί.
Όλα τα έκαναν οι άνθρωποι με τα χέρια τους. Δεν είχαμε δει ποτέ μηχανήματα», λέει φέρνοντας στον νου του τα παιδικά του χρόνια.
Όταν ήλθε η εποχή που αποφασίσθηκε να χαρακτηριστεί Εθνικός Δρυμός και που θα έπρεπε να φύγουν από το χωριό οι περισσότεροι κάτοικοι το αποδέχθηκαν με ικανοποίηση.

Γ. Κώνστας ''ΤΑ ΝΕΑ''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου